παραμάσκαλα

παραμάσκαλα
επίρρ. τοπ., στη μασχάλη, κάτω από τη μασχάλη: Άρπαξε το δέμα παραμάσκαλα κι έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… …   Dictionary of Greek

  • παραμάσχαλα — και παραμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπό μάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μασχάλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”